ὀλοφυρτικῶς

ὀλοφυρτικῶς
ὀλοφυρτικός
inclined to lamentation
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολοφυρτικός — ὀλοφυρτικός, ή, όν (Α) [ολοφύρομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, θρηνητικός 2. μεμψίμοιρος, παραπονιάρης. επίρρ... ὀλοφυρτικῶς (Α) με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”